σβεστηριον

σβεστηριον
    σβεστήριον
    τό огнетушительное средство Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σβεστηριον" в других словарях:

  • σβεστήριον — σβεστήριος serving to quench masc acc sg σβεστήριος serving to quench neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβεστήριος — ον, θηλ. και ία, Α 1. κατάλληλος ή χρήσιμος για σβήσιμο 2. μτφ. καταπραϋντικός («σβεστήριον κακοῡ φάρμακον», Ηράκλειτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»